Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράλληλος (επίθετο) - (παρόμοια:
παράλυτος
-
υπάλληλος
-
παράλογος
-
κατάλληλος
-
ακατάλληλος
)
Συνώνυμα
ομόρροπος
συγγραμμικός
2
Αντώνυμα
κάθετος
διασταλμένος
2
Ορισμός
Εκείνο που βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση και δεν τέμνεται ποτέ με κάτι άλλο.
Στη γεωμετρία, αναφέρεται σε γραμμές ή επιφάνειες που διατηρούν σταθερή απόσταση μεταξύ τους και δεν συναντώνται.
2
Παραδείγματα
Οι παράλληλες γραμμές στο χαρτί δεν θα συναντηθούν ποτέ.
Οι δρόμοι είναι παράλληλοι, οπότε δεν θα διασταυρωθούν.
2