Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραδεχθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραδοθώ
-
παραταχθώ
-
παραδάκι
-
παραδίδω
-
παραδώσω
-
παραδοχή
)
Συνώνυμα
αποδέχομαι
εγκρίνω
επικυρώνω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αρνούμαι
αποδοκιμάζω
3
Ορισμός
Να δέχεσαι κάτι ως έγκυρο ή σωστό.
Να αποδέχεσαι μια πρόταση ή μια ιδέα.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι έκαναν καλή δουλειά.
Δεν μπορώ να παραδεχθώ ότι έχεις δίκιο.
2