Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραδώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρατήσω
-
παραδοθώ
-
παραδοχή
-
παραδάκι
-
παραδίδω
-
παραδόξως
-
παραβιάσω
-
παραδεχθώ
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπω
προδίδω
αφήνω
3
Αντώνυμα
κρατώ
διατηρώ
προστατεύω
3
Ορισμός
Να δώσω κάτι σε κάποιον, ειδικά όταν απαιτείται από την εξουσία ή τη νομοθεσία.
Να εγκαταλείψω κάποιον ή κάτι, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να παραδώσω τα κλειδιά του σπιτιού στον νέο ιδιοκτήτη.
Ο στρατιώτης δεν ήθελε να παραδώσει τη θέση του στον εχθρό.
2