Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραδοθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραδοχή
-
παραδεχθώ
-
παραδάκι
-
παραδώσω
-
παραδίδω
-
παραδοσιακός
-
παραιτηθώ
-
παραδόξως
-
παραταχθώ
)
Συνώνυμα
υποβάλλομαι
παραδίνομαι
υποχωρώ
3
Αντώνυμα
αντιστέκομαι
αντιδρώ
εξεγείρομαι
3
Ορισμός
Να δίνω τον εαυτό μου σε κάποιον ή κάτι, συνήθως υπό πίεση ή απειλή.
Να σταματάω την αντίσταση και να αποδέχομαι μια κατάσταση ή μια εξουσία.
2
Παραδείγματα
Οι στρατιώτες αποφάσισαν να παραδοθούν στον εχθρό.
Μετά από ώρες διαπραγμάτευσης, οι όμηροι τελικά παραδόθηκαν.
2