1. Λέξη
    παραδοσιακός (επίθετο) - (παρόμοια: παραλιακός - παραδοθώ - παραδοχή)
  2. Συνώνυμα
    • συμβατικός
    • συνήθης
    • εθιμοτυπικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μοντέρνος
    • σύγχρονος
    • προοδευτικός
    3
  4. Ορισμός
    • που βασίζεται ή ακολουθεί τις παραδόσεις
    • που χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια συνήθεια ή πρακτική
    • που σχετίζεται με τα έθιμα και τις συνήθειες ενός τόπου ή μιας εποχής
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα είναι γνωστή για τη γεύση και την ποικιλία της.
    • Το χωριό διατηρεί ακόμα την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του.
    • Παραδοσιακά, τα Χριστούγεννα γιορτάζονται με την οικογένεια.
    3