Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραδοσιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
παραλιακός
-
παραδοθώ
-
παραδοχή
)
Συνώνυμα
συμβατικός
συνήθης
εθιμοτυπικός
3
Αντώνυμα
μοντέρνος
σύγχρονος
προοδευτικός
3
Ορισμός
που βασίζεται ή ακολουθεί τις παραδόσεις
που χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια συνήθεια ή πρακτική
που σχετίζεται με τα έθιμα και τις συνήθειες ενός τόπου ή μιας εποχής
3
Παραδείγματα
Η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα είναι γνωστή για τη γεύση και την ποικιλία της.
Το χωριό διατηρεί ακόμα την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του.
Παραδοσιακά, τα Χριστούγεννα γιορτάζονται με την οικογένεια.
3