1. Λέξη
    παραδόξως (επίρρημα) - (παρόμοια: παραδώσω - παραδίδω - παραδοθώ - παραδοχή - παραδάκι)
  2. Συνώνυμα
    • ασυνήθως
    • περιέργως
    • αναπάντεχα
    3
  3. Αντώνυμα
    • λογικά
    • αναμενόμενα
    • φυσιολογικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που προκαλεί έκπληξη ή απορία λόγω της ασυνήθιστης ή αντίθετης με τα αναμενόμενα φύσης του.
    • Με τρόπο που φαίνεται απίθανος ή αδύνατος, αλλά τελικά αληθεύει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παραδόξως, η ομάδα που θεωρούνταν η πιο αδύναμη κέρδισε το πρωτάθλημα.
    • Παραδόξως, παρόλο που έβρεχε όλη μέρα, το βράδυ είδαμε έναν υπέροχο ήλιο.
    2