1. Συνώνυμα
    • μένω
    • διαμένω
    • επιμένω
    3
  2. Αντώνυμα
    • φεύγω
    • αποχωρώ
    • εγκαταλείπω
    3
  3. Ορισμός
    • να συνεχίσω να βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση
    • να μην αλλάξω θέση ή κατάσταση
    • να επιμείνω σε μια συγκεκριμένη θέση ή απόφαση
    3
  4. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να παραμείνω στο σπίτι για να ξεκουραστώ.
    • Παραμένει πιστός στις αρχές του παρά τις δυσκολίες.
    • Οι επισκέπτες παραμείναν στο ξενοδοχείο για μια ακόμη βραδιά.
    3