Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρεμβαίνω
-
παραμείνω
-
παραβώ
-
προλαβαίνω
-
παχαίνω
-
παθαίνω
-
προβαίνω
-
παρακάνω
-
παραπάνω
-
παραμένω
)
Συνώνυμα
παραβιάζω
παρακούω
παραμελώ
παραβλέπω
4
Αντώνυμα
συμμορφώνομαι
υπακούω
τηρώ
παρακολουθώ
4
Ορισμός
Πράττω κάτι που αντίκειται σε νόμο, κανόνα ή συμφωνία.
Δεν ακολουθώ ή δεν υπακούω σε οδηγίες ή εντολές.
Περνώ από πάνω από κάποιο όριο ή περιορισμό.
3
Παραδείγματα
Ο οδηγός παραβίασε τον ΚΟΚ και τιμωρήθηκε.
Η εταιρεία παραβίασε τους όρους της σύμβασης.
Μην παραβιάσεις τα δικαιώματα των άλλων.
3