1. Λέξη
    παραπλανητικός (επίθετο) - (παρόμοια: παραπλανώ - παρατηρητικός - παρορμητικός - παθητικός)
  2. Συνώνυμα
    • απατηλός
    • γελοιογραφικός
    • παραπλανώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινής
    • αληθινός
    • αξιόπιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που οδηγεί σε λάθος ή παραπλάνηση.
    • Που δημιουργεί εσφαλμένη εντύπωση ή εικόνα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι παραπλανητικές διαφημίσεις μπορούν να οδηγήσουν τους καταναλωτές σε λάθος επιλογές.
    • Η χρήση παραπλανητικών στοιχείων σε μια έρευνα μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα.
    2