Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατραβηγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τραβηγμένος
-
παρατημένος
-
παρατραβώ
-
παρατεταμένος
-
παρατραβάω
)
Συνώνυμα
ακραίος
υπερβολικός
εξωφρενικός
3
Αντώνυμα
μετριοπαθής
λογικός
συνετός
3
Ορισμός
Που ξεπερνά τα όρια της λογικής ή της κοινής λογικής.
Που χαρακτηρίζεται από υπερβολή ή ασυνήθιστη συμπεριφορά.
2
Παραδείγματα
Η ιδέα του ήταν τόσο παρατραβηγμένη που κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά.
Έκανε μια παρατραβηγμένη κίνηση που έκανε όλους να απορηθούν.
2