1. Λέξη
    παρατραβηγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: τραβηγμένος - παρατημένος - παρατραβώ - παρατεταμένος - παρατραβάω)
  2. Συνώνυμα
    • ακραίος
    • υπερβολικός
    • εξωφρενικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μετριοπαθής
    • λογικός
    • συνετός
    3
  4. Ορισμός
    • Που ξεπερνά τα όρια της λογικής ή της κοινής λογικής.
    • Που χαρακτηρίζεται από υπερβολή ή ασυνήθιστη συμπεριφορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ιδέα του ήταν τόσο παρατραβηγμένη που κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά.
    • Έκανε μια παρατραβηγμένη κίνηση που έκανε όλους να απορηθούν.
    2