1. Λέξη
    τραβηγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: παρατραβηγμένος - τρομαγμένος - προηγμένος - ταραγμένος - τρελαμένος - τυλιγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • τεντωμένος
    • τραβιέμενος
    • τεταμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • αποτεντωμένος
    • χαλαρωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει υποστεί τράβηγμα ή τέντωμα
    • που έχει τραβηχτεί ή απομακρυνθεί από την αρχική του θέση
    • (μεταφορικά) που είναι κουρασμένος ή αγχωμένος
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ελαστικό ήταν τραβηγμένο και κόντευε να σκάσει.
    • Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, ένιωθα πολύ τραβηγμένος.
    • Η εικόνα ήταν τραβηγμένη και δεν φαινόταν καθαρά.
    3