Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραβηγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
παρατραβηγμένος
-
τρομαγμένος
-
προηγμένος
-
ταραγμένος
-
τρελαμένος
-
τυλιγμένος
)
Συνώνυμα
τεντωμένος
τραβιέμενος
τεταμένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
αποτεντωμένος
χαλαρωμένος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί τράβηγμα ή τέντωμα
που έχει τραβηχτεί ή απομακρυνθεί από την αρχική του θέση
(μεταφορικά) που είναι κουρασμένος ή αγχωμένος
3
Παραδείγματα
Το ελαστικό ήταν τραβηγμένο και κόντευε να σκάσει.
Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, ένιωθα πολύ τραβηγμένος.
Η εικόνα ήταν τραβηγμένη και δεν φαινόταν καθαρά.
3