Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατραβώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραβώ
-
παρατραβάω
-
παρατραβηγμένος
-
παρατώ
-
παρατάω
-
παρατηρώ
-
παρατήσω
)
Συνώνυμα
τραβώ
σπρώχνω
εξωθώ
3
Αντώνυμα
αφήνω
απελευθερώνω
απομακρύνω
3
Ορισμός
Τραβώ κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση.
Προκαλώ κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει.
2
Παραδείγματα
Παράτραψε το σχοινί με δύναμη για να λύσει τον κόμπο.
Τον παράτραψαν να πάρει μέρος στη διαδήλωση.
2