Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρατήσω
-
κρατήρας
-
κρατά
-
κρατώ
-
κρατάω
-
πατήσω
)
Συνώνυμα
διατηρήσω
κρατήσω
συγκρατήσω
3
Αντώνυμα
αφήσω
εγκαταλείψω
απελευθερώσω
3
Ορισμός
Να διατηρήσω κάτι στην κατοχή μου ή υπό τον έλεγχό μου.
Να μην αφήσω κάτι να φύγει ή να χαθεί.
Να συνεχίσω να έχω ή να κάνω κάτι.
3
Παραδείγματα
Θα κρατήσω αυτό το βιβλίο για λίγο ακόμα.
Κράτησε την ψυχραιμία του παρά τις δυσκολίες.
Πρέπει να κρατήσουμε τα μυστικά μας.
3