Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειρατής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πειρατεία
-
πειρατικός
-
πειρασμός
)
Συνώνυμα
κουρσάρος
ληστής
κατακτητής
3
Αντώνυμα
φύλακας
προστάτης
υπερασπιστής
3
Ορισμός
Άτομο που επιτίθεται και λεηλατεί πλοία στη θάλασσα.
Άτομο που κλέβει ή λεηλατεί με βίαιους τρόπους.
2
Παραδείγματα
Ο πειρατής επιτέθηκε στο εμπορικό πλοίο και έκλεψε όλα τα αγαθά.
Οι πειρατές είχαν κρυφτεί στο νησί περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για επίθεση.
2