1. Λέξη
    πειρατής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πειρατεία - πειρατικός - πειρασμός)
  2. Συνώνυμα
    • κουρσάρος
    • ληστής
    • κατακτητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • φύλακας
    • προστάτης
    • υπερασπιστής
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που επιτίθεται και λεηλατεί πλοία στη θάλασσα.
    • Άτομο που κλέβει ή λεηλατεί με βίαιους τρόπους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πειρατής επιτέθηκε στο εμπορικό πλοίο και έκλεψε όλα τα αγαθά.
    • Οι πειρατές είχαν κρυφτεί στο νησί περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για επίθεση.
    2