Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειρασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πειρατικός
-
περισπασμός
-
πειρατής
-
πειραματικός
)
Συνώνυμα
προκληση
δοκιμασία
έλξη
3
Αντώνυμα
αποφυγή
απέχθεια
αποτροπή
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της προσπάθειας να κάνει κάποιος κάτι που είναι απαγορευμένο ή ανήθικο.
Μια δύσκολη κατάσταση που δοκιμάζει την υπομονή ή την πίστη κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο πειρασμός να φας γλυκό ενώ είσαι σε δίαιτα είναι μεγάλος.
Αντιστάθηκε στον πειρασμό να κλέψει, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
2