1. Λέξη
    πειρασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πειρατικός - περισπασμός - πειρατής - πειραματικός)
  2. Συνώνυμα
    • προκληση
    • δοκιμασία
    • έλξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφυγή
    • απέχθεια
    • αποτροπή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της προσπάθειας να κάνει κάποιος κάτι που είναι απαγορευμένο ή ανήθικο.
    • Μια δύσκολη κατάσταση που δοκιμάζει την υπομονή ή την πίστη κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πειρασμός να φας γλυκό ενώ είσαι σε δίαιτα είναι μεγάλος.
    • Αντιστάθηκε στον πειρασμό να κλέψει, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
    2