Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιορισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
περιστοιχισμένος
-
περιορισμός
-
προορισμένος
-
πεισμένος
-
ορισμένος
-
περασμένος
-
πεπεισμένος
-
πεσμένος
-
προκαθορισμένος
-
καθορισμένος
-
περιοριστικός
-
χωρισμένος
-
περικυκλωμένος
-
πεινασμένος
-
μαυρισμένος
)
Συνώνυμα
περιωρισμένος
περιορισμένος
συγκρατημένος
3
Αντώνυμα
απεριόριστος
απεριόριστα
απεριόριστο
3
Ορισμός
που έχει θεσπιστεί ή επιβληθεί κάποιο όριο
που δεν έχει ελευθερία δράσης ή έκφρασης
που δεν επεκτείνεται ή δεν αναπτύσσεται πέρα από ένα ορισμένο σημείο
3
Παραδείγματα
Οι δυνατότητές του ήταν περιορισμένες λόγω έλλειψης πόρων.
Η πρόσβαση στο πάρκο είναι περιορισμένη μόνο για τους κατοίκους της περιοχής.
Έχει μια περιορισμένη γνώση της γλώσσας.
3