1. Συνώνυμα
    • περιωρισμένος
    • περιορισμένος
    • συγκρατημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απεριόριστος
    • απεριόριστα
    • απεριόριστο
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει θεσπιστεί ή επιβληθεί κάποιο όριο
    • που δεν έχει ελευθερία δράσης ή έκφρασης
    • που δεν επεκτείνεται ή δεν αναπτύσσεται πέρα από ένα ορισμένο σημείο
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι δυνατότητές του ήταν περιορισμένες λόγω έλλειψης πόρων.
    • Η πρόσβαση στο πάρκο είναι περιορισμένη μόνο για τους κατοίκους της περιοχής.
    • Έχει μια περιορισμένη γνώση της γλώσσας.
    3