Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ξεπερασμένος
-
πεσμένος
-
πεινασμένος
-
πεισμένος
-
περιορισμένος
-
παθιασμένος
-
κουρασμένος
-
πεπεισμένος
-
σπασμένος
-
πιεσμένος
-
πεταμένος
-
πρησμένος
-
πεθαμένος
-
περιστοιχισμένος
-
σκασμένος
-
ξεχασμένος
-
διχασμένος
-
διψασμένος
-
χαλασμένος
-
ξιπασμένος
-
περικυκλωμένος
-
λανθασμένος
-
φαντασμένος
-
πειραγμένος
-
αηδιασμένος
-
λυσσασμένος
-
κρεμασμένος
-
πετυχημένος
)
Συνώνυμα
παρελθόν
προηγούμενος
παλαιός
3
Αντώνυμα
νέος
μελλοντικός
πρόσφατος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει περάσει ή έχει ολοκληρωθεί.
Αυτός που ανήκει στο παρελθόν και δεν ισχύει πλέον.
2
Παραδείγματα
Ο περασμένος χρόνος μας θυμίζει τα λάθη μας.
Η περασμένη εβδομάδα ήταν πολύ κουραστική.
2