1. Λέξη
    περιπλέκω (ρήμα) - (παρόμοια: περιπολώ - περιποιώ - περιπλανώμαι)
  2. Συνώνυμα
    • μπερδεύω
    • δυσκολεύω
    • μπλέκω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλοποιώ
    • ξεμπερδεύω
    • διευκολύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι πιο δύσκολο ή πολύπλοκο
    • Εμπλέκω κάποιον σε μια δύσκολη ή μπερδεμένη κατάσταση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην περιπλέκεις τα πράγματα περισσότερο από όσο χρειάζεται.
    • Οι πολλές λεπτομέρειες μπορούν να περιπλέξουν την κατανόηση του θέματος.
    2