Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιπλέκω (ρήμα) - (παρόμοια:
περιπολώ
-
περιποιώ
-
περιπλανώμαι
)
Συνώνυμα
μπερδεύω
δυσκολεύω
μπλέκω
3
Αντώνυμα
απλοποιώ
ξεμπερδεύω
διευκολύνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι πιο δύσκολο ή πολύπλοκο
Εμπλέκω κάποιον σε μια δύσκολη ή μπερδεμένη κατάσταση
2
Παραδείγματα
Μην περιπλέκεις τα πράγματα περισσότερο από όσο χρειάζεται.
Οι πολλές λεπτομέρειες μπορούν να περιπλέξουν την κατανόηση του θέματος.
2