1. Συνώνυμα
    • πατруλάρω
    • ελέγχω
    • επιτηρώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παρατάω
    2
  3. Ορισμός
    • Περιφέρομαι σε μια περιοχή για να ελέγξω ή να επιτηρώ.
    • Κάνω περιπολία για λόγους ασφαλείας ή τήρησης τάξης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο φρουρός περιπολεί το κτήριο κάθε βράδυ.
    • Η αστυνομία περιπολεί στους δρόμους για να διασφαλίσει την τάξη.
    2