Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιπολώ (ρήμα) - (παρόμοια:
περιπολία
-
περιπολικό
-
περιποιώ
-
περιποίηση
-
περιποιούμαι
-
περιπλέκω
)
Συνώνυμα
πατруλάρω
ελέγχω
επιτηρώ
3
Αντώνυμα
αμελώ
παρατάω
2
Ορισμός
Περιφέρομαι σε μια περιοχή για να ελέγξω ή να επιτηρώ.
Κάνω περιπολία για λόγους ασφαλείας ή τήρησης τάξης.
2
Παραδείγματα
Ο φρουρός περιπολεί το κτήριο κάθε βράδυ.
Η αστυνομία περιπολεί στους δρόμους για να διασφαλίσει την τάξη.
2