1. Λέξη
    περιπολικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: περιπολώ - περιπολία - περιποιώ - περιοδικό - περιποίηση - πολικός - περιστατικό)
  2. Συνώνυμα
    • φρεγάτα
    • κανονιοφόρο
    • πολεμικό πλοίο
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμπορικό πλοίο
    • επιβατηγό πλοίο
    2
  4. Ορισμός
    • Στρατιωτικό πλοίο σχεδιασμένο για περιπολίες και άλλες στρατιωτικές αποστολές.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Το περιπολικό έκανε περιπολία στα χωρικά ύδατα.
    • Η χώρα αγόρασε νέα περιπολικά για την προστασία των θαλασσών της.
    2