Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιπολικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περιπολώ
-
περιπολία
-
περιποιώ
-
περιοδικό
-
περιποίηση
-
πολικός
-
περιστατικό
)
Συνώνυμα
φρεγάτα
κανονιοφόρο
πολεμικό πλοίο
3
Αντώνυμα
εμπορικό πλοίο
επιβατηγό πλοίο
2
Ορισμός
Στρατιωτικό πλοίο σχεδιασμένο για περιπολίες και άλλες στρατιωτικές αποστολές.
1
Παραδείγματα
Το περιπολικό έκανε περιπολία στα χωρικά ύδατα.
Η χώρα αγόρασε νέα περιπολικά για την προστασία των θαλασσών της.
2