1. Συνώνυμα
    • γυρίζω
    • στριφογυρίζω
    • περιστρεφόμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • σταθεροποιούμαι
    2
  3. Ορισμός
    • Να κινούμαι σε κυκλική κίνηση γύρω από ένα κέντρο ή άξονα.
    • Να αλλάζω συνεχώς θέση ή κατεύθυνση.
    • Να επαναλαμβάνω τις ίδιες κινήσεις ή ενέργειες.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο.
    • Ο ανεμιστήρας περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα.
    • Περιστρέφομαι συνεχώς μεταξύ δουλειάς και σπιτιού.
    3