Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιστρέφομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
στρέφομαι
-
τρέφομαι
-
καταστρέφομαι
-
περιστροφή
-
περιφέρομαι
-
συναναστρέφομαι
)
Συνώνυμα
γυρίζω
στριφογυρίζω
περιστρεφόμαι
3
Αντώνυμα
παραμένω
σταθεροποιούμαι
2
Ορισμός
Να κινούμαι σε κυκλική κίνηση γύρω από ένα κέντρο ή άξονα.
Να αλλάζω συνεχώς θέση ή κατεύθυνση.
Να επαναλαμβάνω τις ίδιες κινήσεις ή ενέργειες.
3
Παραδείγματα
Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο.
Ο ανεμιστήρας περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα.
Περιστρέφομαι συνεχώς μεταξύ δουλειάς και σπιτιού.
3