1. Λέξη
    συναναστρέφομαι (ρήμα) - (παρόμοια: στρέφομαι - συναναστροφή - καταστρέφομαι - τρέφομαι - περιστρέφομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συναναστρέφω
    • συναναστρέφομαι
    • συναναστρέφομαι με
    • συναναστρέφομαι με άλλους
    4
  3. Αντώνυμα
    • απομονώνομαι
    • αποσύρομαι
    • αποφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Επικοινωνώ ή συναναστρέφομαι με άλλους ανθρώπους.
    • Συμμετέχω σε κοινωνικές δραστηριότητες ή συναναστροφές.
    • Είμαι σε συνεχή επαφή ή αλληλεπίδραση με κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Συναναστρέφομαι με τους συναδέλφους μου στο γραφείο.
    • Τα παιδιά συναναστρέφονται στο σχολείο και κάνουν νέους φίλους.
    • Οι γονείς πρέπει να συναναστρέφονται με τα παιδιά τους για να δημιουργήσουν μια δυνατή σχέση.
    3