Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναναστρέφομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
στρέφομαι
-
συναναστροφή
-
καταστρέφομαι
-
τρέφομαι
-
περιστρέφομαι
)
Συνώνυμα
συναναστρέφω
συναναστρέφομαι
συναναστρέφομαι με
συναναστρέφομαι με άλλους
4
Αντώνυμα
απομονώνομαι
αποσύρομαι
αποφεύγω
3
Ορισμός
Επικοινωνώ ή συναναστρέφομαι με άλλους ανθρώπους.
Συμμετέχω σε κοινωνικές δραστηριότητες ή συναναστροφές.
Είμαι σε συνεχή επαφή ή αλληλεπίδραση με κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Συναναστρέφομαι με τους συναδέλφους μου στο γραφείο.
Τα παιδιά συναναστρέφονται στο σχολείο και κάνουν νέους φίλους.
Οι γονείς πρέπει να συναναστρέφονται με τα παιδιά τους για να δημιουργήσουν μια δυνατή σχέση.
3