1. Συνώνυμα
    • χαλάω
    • εξοντώνομαι
    • καταστρέφω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αναστηλώνω
    • επισκευάζω
    • διατηρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να υποβάλλομαι σε καταστροφή ή να καταστρέφομαι πλήρως.
    • Να χάνω την υγεία μου ή την ψυχική μου ισορροπία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η πόλη καταστράφηκε από τον σεισμό.
    • Μετά την απώλεια της δουλειάς του, καταστράφηκε ψυχολογικά.
    2