1. Λέξη
    πληγωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: πληρωμένος - παγωμένος - πιωμένος - πληρωμένο - πληγωθώ - χωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • τραυματισμένος
    • πληγείς
    • πληγωμένος ψυχικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγιής
    • αλώβητος
    • απληγώτος
    3
  4. Ορισμός
    • Όποιος έχει υποστεί φυσική βλάβη ή τραυματισμό.
    • Όποιος έχει υποστεί ψυχική βλάβη ή πλήξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πληγωμένος στρατιώτης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
    • Μετά τη συζήτηση, ένιωθε βαθιά πληγωμένος.
    2