Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληγωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πληρωμένος
-
παγωμένος
-
πιωμένος
-
πληρωμένο
-
πληγωθώ
-
χωμένος
)
Συνώνυμα
τραυματισμένος
πληγείς
πληγωμένος ψυχικά
3
Αντώνυμα
υγιής
αλώβητος
απληγώτος
3
Ορισμός
Όποιος έχει υποστεί φυσική βλάβη ή τραυματισμό.
Όποιος έχει υποστεί ψυχική βλάβη ή πλήξη.
2
Παραδείγματα
Ο πληγωμένος στρατιώτης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Μετά τη συζήτηση, ένιωθε βαθιά πληγωμένος.
2