1. Λέξη
    πληρωθώ (ρήμα) - (παρόμοια: πληγωθώ - πληρωμή - πληρώ - πληρωμένο - πληρωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • εξοφληθώ
    • αποζημιωθώ
    • εκπληρωθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • χρεωθώ
    • οφείλω
    • υποχρεωθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να λάβω την οικονομική ή άλλη αμοιβή που μου αναλογεί.
    • Να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις προς εμένα.
    • Να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις ή οι προσδοκίες μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Περίμενα να πληρωθώ για τη δουλειά που έκανα.
    • Μόλις πληρωθώ, θα σου επιστρέψω τα χρήματα.
    • Οι προσδοκίες μου πληρώθηκαν μετά την επιτυχία του έργου.
    3