Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληρωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πληγωθώ
-
πληρωμή
-
πληρώ
-
πληρωμένο
-
πληρωμένος
)
Συνώνυμα
εξοφληθώ
αποζημιωθώ
εκπληρωθώ
3
Αντώνυμα
χρεωθώ
οφείλω
υποχρεωθώ
3
Ορισμός
Να λάβω την οικονομική ή άλλη αμοιβή που μου αναλογεί.
Να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις προς εμένα.
Να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις ή οι προσδοκίες μου.
3
Παραδείγματα
Περίμενα να πληρωθώ για τη δουλειά που έκανα.
Μόλις πληρωθώ, θα σου επιστρέψω τα χρήματα.
Οι προσδοκίες μου πληρώθηκαν μετά την επιτυχία του έργου.
3