Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ποντικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ποιοτικός
-
πολιτικός
-
οδοντικός
-
ποντικάκι
-
ποιητικός
-
πολικός
-
πληθυντικός
-
εθελοντικός
-
μελλοντικός
-
περιβαλλοντικός
-
ποινικός
-
πολιτιστικός
-
πρωκτικός
-
πιεστικός
-
παθητικός
-
κβαντικός
-
πιλοτικός
-
πολεμικός
-
πρακτικός
-
πειστικός
-
πλαστικός
-
αμυντικός
-
ποντικοπαγίδα
)
Συνώνυμα
αρουραίος
μυς
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό τρωκτικό με μακριά ουρά, που ζει συνήθως σε αποθήκες ή σε άλλα σκοτεινά μέρη.
Συνηθισμένο οικόσιτο έντομο που θεωρείται επιβλαβές.
2
Παραδείγματα
Ο ποντικός έτρωγε τα δημητριακά στην αποθήκη.
Η γάτα κυνήγησε τον ποντικό στον κήπο.
2