Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληρωμή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πληρωμένο
-
πληρωμένος
-
αποπληρωμή
-
πληρωθώ
-
πληρώ
)
Συνώνυμα
καταβολή
εξόφληση
χρέωση
3
Αντώνυμα
εξαγορά
απαλλαγή
απαλλαγή από πληρωμή
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της καταβολής χρημάτων για κάποια υπηρεσία ή αγαθό.
Το ποσό που καταβάλλεται για κάτι.
2
Παραδείγματα
Η πληρωμή του λογαριασμού έγινε έγκαιρα.
Απαιτείται προκαταβολική πληρωμή για την κράτηση του δωματίου.
2