Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληρωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πληρωμένο
-
πληγωμένος
-
ολοκληρωμένος
-
πληρωμή
-
πιωμένος
-
ιδρωμένος
-
λερωμένος
-
παγωμένος
-
χωμένος
-
πληρωθώ
-
αφιερωμένος
-
σταυρωμένος
)
Συνώνυμα
αμειβόμενος
πληρωθείς
εξοφλημένος
3
Αντώνυμα
απλήρωτος
αμισθί
αναπόδοτος
3
Ορισμός
που έχει λάβει την οικονομική ή άλλη ανταμοιβή που του αναλογεί
που έχει εκπληρωθεί πλήρως μια υποχρέωση ή απαίτηση
που έχει καλυφθεί οικονομικά ή με άλλο τρόπο
3
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος είναι πληρωμένος για τη δουλειά του.
Η εργασία ήταν πληρωμένη με μεγάλη ικανοποίηση.
Τα χρέη είναι πληρωμένα και δεν υπάρχουν εκκρεμότητες.
3