1. Συνώνυμα
    • αμειβόμενος
    • πληρωθείς
    • εξοφλημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απλήρωτος
    • αμισθί
    • αναπόδοτος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει λάβει την οικονομική ή άλλη ανταμοιβή που του αναλογεί
    • που έχει εκπληρωθεί πλήρως μια υποχρέωση ή απαίτηση
    • που έχει καλυφθεί οικονομικά ή με άλλο τρόπο
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο υπάλληλος είναι πληρωμένος για τη δουλειά του.
    • Η εργασία ήταν πληρωμένη με μεγάλη ικανοποίηση.
    • Τα χρέη είναι πληρωμένα και δεν υπάρχουν εκκρεμότητες.
    3