1. Συνώνυμα
    • μαχηθώ
    • συγκρουστώ
    • αντιμετωπίσω
    3
  2. Αντώνυμα
    • συνεργαστώ
    • συμφιλιωθώ
    • συμβιβαστώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να εμπλακώ σε μάχη ή πόλεμο.
    • Να αντιμετωπίσω κάποιον ή κάτι με εχθρικό τρόπο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Θα πολεμήσω για την ελευθερία μας.
    • Αν χρειαστεί, θα πολεμήσω για να προστατέψω την οικογένειά μου.
    2