Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πολεμική (επίθετο) - (παρόμοια:
πολεμικός
-
πολεμώ
-
πολεμιστής
-
πολεμάω
-
πολεμήσω
-
πολιτική
)
Συνώνυμα
μαχητική
εριστική
επιθετική
3
Αντώνυμα
ειρηνική
φιλική
συνεργατική
3
Ορισμός
Σχετικός με τον πόλεμο ή τις μάχες.
Εκφράζει ή προκαλεί αντιπαράθεση ή σύγκρουση.
2
Παραδείγματα
Η πολεμική ρητορική αυξάνει τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Ο πολεμικός ναυτικός στόλος ήταν έτοιμος για δράση.
2