1. Συνώνυμα
    • μαχόμαι
    • αντιμετωπίζω
    • συγκρούομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • συνεργάζομαι
    • συμβιβάζομαι
    • συνδιαλέγομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να εμπλέκομαι σε μάχη ή σύγκρουση με κάποιον ή κάτι.
    • Να αντιμετωπίζω μια δυσκολία ή πρόβλημα με αποφασιστικότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι δύο στρατοί πολέμησαν για ώρες πριν φτάσει η ανακωχή.
    • Πολεμάω κάθε μέρα για να πετύχω τους στόχους μου.
    2