1. Λέξη
    προέχω (ρήμα) - (παρόμοια: προσέχω - προτρέχω - προεξέχω)
  2. Συνώνυμα
    • προηγούμαι
    • προτάσσω
    • προηγώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακολουθώ
    • υστερώ
    • επόμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Είμαι μπροστά από κάποιον ή κάτι σε χώρο ή χρόνο.
    • Έχω προτεραιότητα σε σχέση με κάποιον ή κάτι.
    • Είμαι σημαντικότερος ή ανώτερος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Στο αγώνα, ο δρομέας προέχει των υπολοίπων.
    • Η υγεία προέχει της εργασίας.
    • Σε αυτή την περίπτωση, προέχει η ασφάλεια των πολιτών.
    3