Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσέχω
-
προτρέχω
-
προεξέχω
)
Συνώνυμα
προηγούμαι
προτάσσω
προηγώ
3
Αντώνυμα
ακολουθώ
υστερώ
επόμαι
3
Ορισμός
Είμαι μπροστά από κάποιον ή κάτι σε χώρο ή χρόνο.
Έχω προτεραιότητα σε σχέση με κάποιον ή κάτι.
Είμαι σημαντικότερος ή ανώτερος.
3
Παραδείγματα
Στο αγώνα, ο δρομέας προέχει των υπολοίπων.
Η υγεία προέχει της εργασίας.
Σε αυτή την περίπτωση, προέχει η ασφάλεια των πολιτών.
3