1. Λέξη
    προτρέχω (ρήμα) - (παρόμοια: προέχω - προσέχω - προεξέχω - τρέχω)
  2. Συνώνυμα
    • τρέχω μπροστά
    • προπορεύομαι
    • προηγούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακολουθώ
    • υστερώ
    • απομένω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινούμαι ή να τρέχω μπροστά από κάποιον ή κάτι.
    • Να προηγούμαι σε χρόνο ή σε θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρομέας προτρέχει των υπολοίπων και φαίνεται να κερδίζει τον αγώνα.
    • Η ιδέα της πρόοδου προτρέχει της πραγματικότητας.
    2