Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβληματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
προβληματικός
-
προβληματισμένος
-
προγραμματίζω
-
προβληθώ
-
σχηματίζω
)
Συνώνυμα
απασχολώ
αναστατώνω
ενοχλώ
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
ανακουφίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να αισθάνεται ανησυχία ή σύγχυση.
Επιφέρω δυσκολίες ή ενοχλήσεις σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Αυτή η ερώτηση με προβληματίζει πολύ.
Τον προβλημάτισε η απροσδόκητη αντίδραση του φίλου του.
2