1. Λέξη
    προβληματίζω (ρήμα) - (παρόμοια: προβληματικός - προβληματισμένος - προγραμματίζω - προβληθώ - σχηματίζω)
  2. Συνώνυμα
    • απασχολώ
    • αναστατώνω
    • ενοχλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • ανακουφίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να αισθάνεται ανησυχία ή σύγχυση.
    • Επιφέρω δυσκολίες ή ενοχλήσεις σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή η ερώτηση με προβληματίζει πολύ.
    • Τον προβλημάτισε η απροσδόκητη αντίδραση του φίλου του.
    2