Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προγραμματισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προγραμματισμένος
-
προγραμματιστής
-
προγραμματίζω
)
Συνώνυμα
σχεδιασμός
οργάνωση
προετοιμασία
3
Αντώνυμα
απροετοιμασία
ατακτοποίηση
αναρχία
3
Ορισμός
Η διαδικασία σχεδιασμού και οργάνωσης ενός προγράμματος ή μιας σειράς ενεργειών για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Η δημιουργία ενός σχεδίου ή μιας στρατηγικής για την εκτέλεση μιας εργασίας ή ενός έργου.
2
Παραδείγματα
Ο προγραμματισμός της ημερίδας περιλαμβάνει διάφορες ομιλίες και εργαστήρια.
Η ομάδα ασχολείται με τον προγραμματισμό των επόμενων εκδηλώσεων.
2