Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προγραμματιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προγραμματισμός
-
προγραμματισμένος
-
προγραμματίζω
-
οραματιστής
)
Συνώνυμα
προγραμματιστής
κωδικογράφος
ανάπτυξης λογισμικού
3
Αντώνυμα
χρήστης
τελικός χρήστης
2
Ορισμός
Επαγγελματίας που γράφει και αναπτύσσει λογισμικό ή εφαρμογές υπολογιστών.
Πρόσωπο που ειδικεύεται στη δημιουργία και συντήρηση προγραμμάτων υπολογιστών.
2
Παραδείγματα
Ο προγραμματιστής έγραψε ένα νέο πρόγραμμα για τη διαχείριση της βάσης δεδομένων.
Η εταιρεία προσέλαβε έναν προγραμματιστή για να αναπτύξει μια νέα εφαρμογή για κινητά.
2