1. Λέξη
    προγραμματιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προγραμματισμός - προγραμματισμένος - προγραμματίζω - οραματιστής)
  2. Συνώνυμα
    • προγραμματιστής
    • κωδικογράφος
    • ανάπτυξης λογισμικού
    3
  3. Αντώνυμα
    • χρήστης
    • τελικός χρήστης
    2
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που γράφει και αναπτύσσει λογισμικό ή εφαρμογές υπολογιστών.
    • Πρόσωπο που ειδικεύεται στη δημιουργία και συντήρηση προγραμμάτων υπολογιστών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προγραμματιστής έγραψε ένα νέο πρόγραμμα για τη διαχείριση της βάσης δεδομένων.
    • Η εταιρεία προσέλαβε έναν προγραμματιστή για να αναπτύξει μια νέα εφαρμογή για κινητά.
    2