Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προγραμματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
προγραμματιστής
-
προγραμματισμός
-
προγραμματισμένος
-
προβληματίζω
)
Συνώνυμα
οργανώνω
σχεδιάζω
προετοιμάζω
3
Αντώνυμα
ακυρώνω
αποβάλλω
απορρίπτω
3
Ορισμός
Καθορίζω εκ των προτέρων τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί ένας στόχος.
Οργανώνω τις δραστηριότητες ή τα γεγονότα με βάση ένα χρονοδιάγραμμα.
2
Παραδείγματα
Προγραμματίζω τις διακοπές μου για τον Αύγουστο.
Πρέπει να προγραμματίσουμε μια συνάντηση για την επόμενη εβδομάδα.
2