1. Λέξη
    προγραμματίζω (ρήμα) - (παρόμοια: προγραμματιστής - προγραμματισμός - προγραμματισμένος - προβληματίζω)
  2. Συνώνυμα
    • οργανώνω
    • σχεδιάζω
    • προετοιμάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακυρώνω
    • αποβάλλω
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Καθορίζω εκ των προτέρων τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί ένας στόχος.
    • Οργανώνω τις δραστηριότητες ή τα γεγονότα με βάση ένα χρονοδιάγραμμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προγραμματίζω τις διακοπές μου για τον Αύγουστο.
    • Πρέπει να προγραμματίσουμε μια συνάντηση για την επόμενη εβδομάδα.
    2