Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προγραμματισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προγραμματισμός
-
προγραμματιστής
-
προβληματισμένος
-
προγραμματίζω
-
προορισμένος
-
προικισμένος
-
τραυματισμένος
-
τσατισμένος
-
προκαθορισμένος
-
αναθεματισμένος
)
Συνώνυμα
σχεδιασμένος
οργανωμένος
προετοιμασμένος
3
Αντώνυμα
απρογραμμάτιστος
απροετοίμαστος
απρόβλεπτος
3
Ορισμός
που έχει καθοριστεί ή οργανωθεί εκ των προτέρων
που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή πρόγραμμα
2
Παραδείγματα
Η συνάντηση είναι προγραμματισμένη για τις 3 το απόγευμα.
Έχουμε ένα προγραμματισμένο ταξίδι για τον επόμενο μήνα.
2