1. Λέξη
    προδότρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προδότρα - προδότης - προπονήτρια - εκδότρια)
  2. Συνώνυμα
    • δότρια
    • προδομένη
    • προδώτρια
    3
  3. Αντώνυμα
    • πιστή
    • πιστός
    • έμπιστη
    • έμπιστος
    4
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που προδίδει κάποιον ή κάτι, που δεν είναι πιστή σε υποσχέσεις ή δεσμεύσεις.
    • Αυτή που εγκαταλείπει ή αποκαλύπτει μυστικά εις βάρος άλλων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η προδότρια αποκάλυψε τα σχέδια της ομάδας στους εχθρούς.
    • Αισθάνθηκε προδότρια όταν είπε τα μυστικά της φίλης της.
    2