Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προδότρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προδότρα
-
προδότης
-
προπονήτρια
-
εκδότρια
)
Συνώνυμα
δότρια
προδομένη
προδώτρια
3
Αντώνυμα
πιστή
πιστός
έμπιστη
έμπιστος
4
Ορισμός
Γυναίκα που προδίδει κάποιον ή κάτι, που δεν είναι πιστή σε υποσχέσεις ή δεσμεύσεις.
Αυτή που εγκαταλείπει ή αποκαλύπτει μυστικά εις βάρος άλλων.
2
Παραδείγματα
Η προδότρια αποκάλυψε τα σχέδια της ομάδας στους εχθρούς.
Αισθάνθηκε προδότρια όταν είπε τα μυστικά της φίλης της.
2