1. Συνώνυμα
    • επεξεργασμένος
    • προκλητικός
    • προκλητικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • μετριόφρων
    • προσεκτικός
    • συνετός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί ή ερεθίζει, είτε με σκοπό να προκαλέσει αντιδράσεις είτε να προκαλέσει έντονα συναισθήματα.
    • Που δείχνει πρόθεση να προκαλέσει ή να ενοχλήσει.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η προκλητική συμπεριφορά του προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
    • Φορούσε ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο για την εκδήλωση.
    2