Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προκλητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσβλητικός
-
προκαταρκτικός
-
προληπτικός
-
προσεχτικός
-
προσθετικός
-
προσεκτικός
-
προοδευτικός
-
προειδοποιητικός
-
πρακτικός
-
πρωκτικός
-
παθητικός
-
αθλητικός
-
προκληθεί
-
ποιητικός
-
προβληματικός
-
προσωπικός
-
προφορικός
-
προεδρικός
-
κολλητικός
-
ομιλητικός
)
Συνώνυμα
επεξεργασμένος
προκλητικός
προκλητικός
3
Αντώνυμα
μετριόφρων
προσεκτικός
συνετός
3
Ορισμός
Που προκαλεί ή ερεθίζει, είτε με σκοπό να προκαλέσει αντιδράσεις είτε να προκαλέσει έντονα συναισθήματα.
Που δείχνει πρόθεση να προκαλέσει ή να ενοχλήσει.
2
Παραδείγματα
Η προκλητική συμπεριφορά του προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
Φορούσε ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο για την εκδήλωση.
2