Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προπονούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προηγούμαι
-
προπονώ
-
δονούμαι
-
προσποιούμαι
-
προπονητής
)
Συνώνυμα
ετοιμάζομαι
προετοιμάζομαι
εξασκούμαι
3
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
2
Ορισμός
Ετοιμάζομαι ψυχολογικά ή σωματικά για κάτι που πρόκειται να συμβεί.
Κάνω προθέρμανση πριν από μια σωματική δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Προπονούμαι κάθε μέρα πριν από τον αγώνα.
Οι αθλητές προπονούνται για ώρες πριν την εκδήλωση.
2