Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσεύχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προέρχομαι
-
εύχομαι
-
προσφέρομαι
-
προσβάλλομαι
-
προσαρμόζομαι
-
προσγειώνομαι
-
προστατεύομαι
)
Συνώνυμα
ευχόμαι
ικετεύω
δεήσου
3
Αντώνυμα
καταριέμαι
βλασφημώ
2
Ορισμός
Επικοινωνώ με το Θεό ή μια θεότητα, εκφράζοντας ευχαριστία, αίτημα ή δέηση.
Εκφράζω ευχές ή επιθυμίες για κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Κάθε βράδυ προσεύχομαι πριν κοιμηθώ.
Προσευχήθηκα για την υγεία της οικογένειάς μου.
2