1. Συνώνυμα
    • ευχόμαι
    • ικετεύω
    • δεήσου
    3
  2. Αντώνυμα
    • καταριέμαι
    • βλασφημώ
    2
  3. Ορισμός
    • Επικοινωνώ με το Θεό ή μια θεότητα, εκφράζοντας ευχαριστία, αίτημα ή δέηση.
    • Εκφράζω ευχές ή επιθυμίες για κάποιον ή κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Κάθε βράδυ προσεύχομαι πριν κοιμηθώ.
    • Προσευχήθηκα για την υγεία της οικογένειάς μου.
    2