Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσβάλλομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προσβάλλω
-
πανικοβάλλομαι
-
προσεύχομαι
-
προσφέρομαι
-
υποβάλλομαι
)
Συνώνυμα
επιτίθεμαι
εξοργίζω
προκαλώ
3
Αντώνυμα
προστατεύω
υπερασπίζομαι
προσφέρω ασφάλεια
3
Ορισμός
Να δέχομαι επίθεση ή να γίνομαι στόχος εχθρικής ενέργειας.
Να αισθάνομαι προσβεβλημένος ή να αντιδρώ αρνητικά σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Προσβλήθηκα από τα σχόλια του.
Η πόλη προσβλήθηκε από εχθρικές δυνάμεις.
2