1. Λέξη
    προσβάλλομαι (ρήμα) - (παρόμοια: προσβάλλω - πανικοβάλλομαι - προσεύχομαι - προσφέρομαι - υποβάλλομαι)
  2. Συνώνυμα
    • επιτίθεμαι
    • εξοργίζω
    • προκαλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • υπερασπίζομαι
    • προσφέρω ασφάλεια
    3
  4. Ορισμός
    • Να δέχομαι επίθεση ή να γίνομαι στόχος εχθρικής ενέργειας.
    • Να αισθάνομαι προσβεβλημένος ή να αντιδρώ αρνητικά σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσβλήθηκα από τα σχόλια του.
    • Η πόλη προσβλήθηκε από εχθρικές δυνάμεις.
    2