Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
περιορίζομαι
-
περιτριγυρίζω
-
περιοχή
-
διορίζω
-
περιορισμός
-
προσδιορίζω
)
Συνώνυμα
περιορίζω
περιορίζομαι
περιορίζει
περιορίζονται
4
Αντώνυμα
επεκτείνω
απελευθερώνω
απελευθερώ
3
Ορισμός
να θέσω όρια ή περιορισμούς σε κάτι ή κάποιον
να μειώσω την έκταση ή την ποσότητα
να εμποδίσω την ελευθερία ή την κίνηση
3
Παραδείγματα
Πρέπει να περιορίσουμε την κατανάλωση ενέργειας για να προστατεύσουμε το περιβάλλον.
Ο γιατρός του είπε να περιορίσει το αλάτι στη διατροφή του.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει την κυκλοφορία των οχημάτων στο κέντρο της πόλης.
3