Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προστατεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προστατεύω
-
προστατεύει
-
προστατεύσω
-
προστατέψω
-
προστατευμένος
-
προστατευτικός
-
προσφέρομαι
-
προσεύχομαι
-
προστατευόμενος
)
Συνώνυμα
προφυλάσσομαι
αμύνομαι
προστατεύω
3
Αντώνυμα
εκθέτω
αφήνω απροστάτευτο
2
Ορισμός
Να προστατεύω τον εαυτό μου από κίνδυνο ή ζημιά.
Να λαμβάνω μέτρα για να αποφεύγω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο.
2
Παραδείγματα
Προστατεύομαι από τον ήλιο με αντηλιακό.
Πρέπει να προστατευόμαστε από απάτες στο διαδίκτυο.
2