Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσλαμβάνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προσλαμβάνω
-
λαμβάνομαι
-
περιλαμβάνομαι
-
συλλαμβάνομαι
-
αντιλαμβάνομαι
-
επαναλαμβάνομαι
-
προσγειώνομαι
)
Συνώνυμα
παίρνω δουλειά
απασχολούμαι
προσλήφθηκα
3
Αντώνυμα
απολύομαι
παύομαι
ξεφορτώνομαι
3
Ορισμός
Να γίνομαι δεκτός σε μια θέση εργασίας ή να με προσλαμβάνει κάποιος για εργασία.
Να γίνομαι μέλος μιας ομάδας ή οργανισμού.
2
Παραδείγματα
Προσλαμβάνθηκα στη νέα εταιρεία ως προγραμματιστής.
Μόλις προσλαμβάνθηκε στο νοσοκομείο ως νοσηλευτής.
2