Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συλλαμβάνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λαμβάνομαι
-
συλλαμβάνω
-
προσλαμβάνομαι
-
περιλαμβάνομαι
-
αντιλαμβάνομαι
-
επαναλαμβάνομαι
)
Συνώνυμα
συλλαμβάνομαι
συλλαμβάνω
συλλαμβάνω
συλλαμβάνω
4
Αντώνυμα
απελευθερώνομαι
ελευθερώνομαι
2
Ορισμός
Να πιάνω κάποιον με τη βία ή να τον κρατώ με τη βία.
Να συλλαμβάνω κάποιον για έγκλημα ή παράβαση του νόμου.
Να καταλαβαίνω ή να αντιλαμβάνομαι κάτι.
3
Παραδείγματα
Οι αστυνομικοί συλλαμβάνονται τον ύποπτο για την κλοπή.
Μετά από ώρες προσπάθειας, συλλαμβάνομαι την ιδέα που προσπαθούσα να καταλάβω.
Οι αρχές συλλαμβάνονται τον εγκληματία που είχε διαφύγει για χρόνια.
3