1. Συνώνυμα
    • συλλαμβάνομαι
    • συλλαμβάνω
    • συλλαμβάνω
    • συλλαμβάνω
    4
  2. Αντώνυμα
    • απελευθερώνομαι
    • ελευθερώνομαι
    2
  3. Ορισμός
    • Να πιάνω κάποιον με τη βία ή να τον κρατώ με τη βία.
    • Να συλλαμβάνω κάποιον για έγκλημα ή παράβαση του νόμου.
    • Να καταλαβαίνω ή να αντιλαμβάνομαι κάτι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι αστυνομικοί συλλαμβάνονται τον ύποπτο για την κλοπή.
    • Μετά από ώρες προσπάθειας, συλλαμβάνομαι την ιδέα που προσπαθούσα να καταλάβω.
    • Οι αρχές συλλαμβάνονται τον εγκληματία που είχε διαφύγει για χρόνια.
    3