1. Συνώνυμα
    • προφυλάσσω
    • προασπίζω
    • υπερασπίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • αφήνω
    • παρατάω
    3
  3. Ορισμός
    • Να προσφέρεις ασφάλεια ή προστασία σε κάποιον ή κάτι από βλάβη, κίνδυνο ή ζημιά.
    • Να διατηρείς κάποιον ή κάτι ασφαλές από αρνητικές επιπτώσεις ή επιθέσεις.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρατός προστάτευσε τη χώρα από τις εχθρικές επιθέσεις.
    • Οι γονείς πρέπει να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους κινδύνους του διαδικτύου.
    2