Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προστατεύει (ρήμα) - (παρόμοια:
προστατεύω
-
προστατεύσω
-
προστατεύομαι
-
προστατέψω
-
προστατευτικός
-
προστατευμένος
-
προστατευόμενος
-
προστασία
)
Συνώνυμα
προφυλάσσει
υπερασπίζεται
φρουρεί
3
Αντώνυμα
εκθέτει
εγκαταλείπει
αφήνει απροστάτευτο
3
Ορισμός
Προσπαθεί να διατηρήσει κάποιον ή κάτι ασφαλές από βλάβη, κίνδυνο ή ζημιά.
Εξασφαλίζει την προστασία ή την ασφάλεια κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος προστατεύει το σπίτι από εισβολείς.
Η κυβέρνηση πρέπει να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών.
2